- υπεκλαμβάνω
- Απαίρνω και βγάζω έξω κάτι κρυφά («ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν' εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῡσα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκλαμβάνω «παίρνω κάτι από κάποιον, αρπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεκλαβοῦσα — ὑπεκλαμβάνω carry off underhand aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)